λυπηρός

λυπηρός
λῡπ-ηρός, ά, όν,
I of things, painful, distressing, Hdt.5.106, S.El.553; τί σοι τοῦτ' ἐστὶ λ. κλύειν; Id.OC1176;

τἀν δόμοισι λ. E.Ion623

, etc.; ἀζημίους μέν, λ. δὲ ἀχθηδόνας causing pain, Th.2.37;

τὰ λ. X.Hier. 1.8

, cf. Men.555.3;

βίος -ότερος Pl.Lg.733b

;

τὸ λ. Id.R.585a

; opp. τὸ ἡδύ, Antipho Soph.49.
II of persons,
1 causing sorrow,

λυπηρὸς ἡμῖν τούσδ' ἂν ἐκλίποι δόμους E.Hipp.796

.
2 causing pain, troublesome,

λ. κλύειν S.El.557

;

λ. οὐκ ἦν οὐδ' ἐπίφθονος πόλει E. Supp.893

, cf. Ar.Ach.456, Th.1.76, etc.; of those who are objects of jealousy and envy, Id.6.16, cf. 2.64.
III of persons, sad, = ἄθυμος, Hsch., cf. LXX Pr.17.22.
IV Adv. -ρῶς painfully, so as to cause pain, S.Ph.912; λ. δ' ἔχει, εἰ . . it is painful that . . , Id.El.767, cf. E.Ba.1263.
2 with pain, so as to feel or show pain,

λ. φέρειν τι Isoc.9.54

, cf. Arist.EN1110b12.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λυπηρός — ή, ό, θηλ. και ά (AM λυπηρός, ά, όν) (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που προξενεί λύπη, θλιβερός, οδυνηρός, δυσάρεστος (α. «μόλις άκουσε τα λυπηρά συμβάντα έτρεξε να τήν παρηγορήσει» β. «ἐρεῑς μὲν οὐχὶ νῡν γέ μ ὡς ἄρξασά τι λυπηρὸν εἶτα σοῡ τάδ… …   Dictionary of Greek

  • λυπηρός — λῡπηρός , λυπηρός painful masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπηρός — ή, ό αυτός που προκαλεί λύπη, ο θλιβερός: Έμαθα ένα λυπηρό νέο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λυπήρ' — λῡπηρά , λυπηρός painful neut nom/voc/acc pl λῡπηρά̱ , λυπηρός painful fem nom/voc/acc dual λῡπηρά̱ , λυπηρός painful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λῡπηρέ , λυπηρός painful masc voc sg λῡπηραί , λυπηρός painful fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπηρά — λῡπηρά , λυπηρός painful neut nom/voc/acc pl λῡπηρά̱ , λυπηρός painful fem nom/voc/acc dual λῡπηρά̱ , λυπηρός painful fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπηρότερον — λῡπηρότερον , λυπηρός painful adverbial comp λῡπηρότερον , λυπηρός painful masc acc comp sg λῡπηρότερον , λυπηρός painful neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάλυπρος — κατάλυπρος, ον (Α) πολύ λυπηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λυπρός «λυπηρός» (< λύπη)] …   Dictionary of Greek

  • λυπηροτάτων — λῡπηροτάτων , λυπηρός painful fem gen superl pl λῡπηροτάτων , λυπηρός painful masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπηροτέρα — λῡπηροτέρᾱ , λυπηρός painful fem nom/voc/acc comp dual λῡπηροτέρᾱ , λυπηρός painful fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπηρῶν — λῡπηρῶν , λυπηρός painful fem gen pl λῡπηρῶν , λυπηρός painful masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυπηρόν — λῡπηρόν , λυπηρός painful masc acc sg λῡπηρόν , λυπηρός painful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”